- στεφανηφόρος
- -α, -ο / στεφανηφόρος, -ον, ΝΜΑ, και στεφανοφόρος, -ον, Ααυτός που φορεί στέφανο ή στέμμα, στεφανωμένοςμσν.μτφ. αυτός που έλαβε τον στέφανο τού μαρτυρίου («τῇ καρτερίᾳ σου ἀθλήσει καὶ παρρησίᾳ στεφανηφόρε», Μηναί.)αρχ.1. το αρσ. ως ουσ. ὁ στεφανηφόροςτίτλος ορισμένων αρχόντων τών ελληνικών πολιτειών και, κυρίως, τής Αθήνας, οι οποίοι είχαν το δικαίωμα να φορούν στεφάνι κατά τη διάρκεια τής θητείας τους2. φρ. α) «Ἱππόλυτος στεφανηφόρος» — τίτλος τραγωδίας τού Ευριπίδουβ) «στεφανηφόρος ἀγών» — αγώνας στον οποίο δινόταν ως βραβείο στέφανος, ο στεφανίτης*γ) «Στεφανηφόρου δραχμαί» — δραχμές που είχαν κοπεί στο επίσημο νομισματοσκοπείο τών Αθηνών το οποίο βρισκόταν δίπλα στον ναό τού Στεφανηφόρου ήρωαδ) «δραχμὰς στεφανηφόρους» — χαρακτηρισμός δραχμών που είχαν στην πίσω όψη τους στέφανο.[ΕΤΥΜΟΛ. < στέφανος + -φόρος*. Το -ητον τ. για μετρικούς χρόνους].
Dictionary of Greek. 2013.